ριζοβολώ

ριζοβολώ
(ε), ριζοβολάω αμετ. пускать корни; укореняться (тж. перен. ); врастать (в землю)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ριζοβολώ" в других словарях:

  • ριζοβολώ — ῥιζοβολῶ, έω, ΝΑ, και ριζοβολώ, άω, Ν [ῥιζοβόλος] βγάζω ρίζες, ριζώνω νεοελλ. μτφ. αποκτώ σταθερές βάσεις, προκόβω («ριζοβόλησε η ιδέα τής επανάστασης») …   Dictionary of Greek

  • ριζοβολώ — ησα, ημένος, βγάζω ρίζες, πιάνω: Παρ όλες τις προσπάθειές του τα δέντρα πουφύτεψε δε ριζοβόλησαν. Ουσ. ριζοβόληση, η και ριζοβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριζοβόληση — η / ριζοβόλησις, ήσεως, ΝΜ [ριζοβολώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριζοβολώ …   Dictionary of Greek

  • υπορριζούμαι — όομαι, Α αποκτώ ρίζες, ριζοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιζῶ «ριζοβολώ, στερεώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… …   Dictionary of Greek

  • εμβλαστάνω — (AM ἐμβλαστάνω) (για παρασιτικά φυτά) ριζοβολώ και αυξάνομαι παρασιτικά μέσα ή πάνω σε άλλο φυτό …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ριζοβόλημα — και ριζοβόλι, το, Ν [ριζοβολώ] η ριζοβόληση …   Dictionary of Greek

  • ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για …   Dictionary of Greek

  • συγκαρκινούμαι — έομαι, Α (για σιτάρι) ριζοβολώ («τὸ μὲν ῥιζοῡσθαι τὸν σίτον συγκαρκινοῡσθαι ἔλεγον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καρκινοῦμαι (για σιτάρι) «βγάζω ρίζες και σκληρύνομαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»